Α. Πρόκληση ωοθηκικής διέγερσης
Η πρώτη κύηση μετά από εξωσωματική επιτεύχθηκε με τη λήψη ενός μόνο ωαρίου που προερχόταν από ένα ωοθυλάκιο, κατά τη διάρκεια ενός φυσιολογικού κύκλου. Σήμερα, για την αύξηση του ποσοστού των κυήσεων, γίνεται διέγερση των ωοθηκών, ώστε να ληφθούν περισσότερα ωάρια. Τα φάρμακα (ορμόνες) που χρησιμοποιούνται για τη διέγερση των ωοθηκών λέγονται γοναδοτροπίνες και συνδυάζονται με μια άλλη ορμόνη που σκοπό έχει να εμποδίσει την πρόωρη ωορρηξία και την απώλεια των ωαρίων πριν την ωοληψία. Οι ορμόνες αυτές χρησιμοποιούνται για πάνω από 30 χρόνια και μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες δεν έχουν δείξει κάποιο κίνδυνο από τη χρησιμοποίηση τους. Η παρακολούθηση της ωοθηκικής διέγερσης γίνεται με υπερηχογραφικό και ορμονολογικό έλεγχο και για το σκοπό αυτό θα χρειαστούν 4-5 επισκέψεις της γυναίκας στο Κέντρο Εξωσωματικής Γονιμοποίησης.
Β. Ωοληψία και γονιμοποίηση
Η λήψη των ωαρίων γίνεται διακολπικά με υπερηχογραφικό έλεγχο, υπό άσηπτες συνθήκες και παρουσία αναισθησιολόγου, ο οποίος χορηγεί ενδοφλέβια αναλγησία μικρής διάρκειας. Μετά την ωοληψία, η γυναίκα παραμένει στη Μονάδα για 30-60 λεπτά και στη συνέχεια αποχωρεί. Την ίδια ημέρα, ο σύζυγος παραδίδει το σπέρμα στον εμβρυολόγο και γίνεται η γονιμοποίηση των ωαρίων με την κλασική μέθοδο ή με τη βοήθεια της μικρογονιμοποίησης.
Γ. Εμβρυομεταφορά
Η εμβρυομεταφορά είναι απλή διαδικασία, διαρκεί περίπου 15 λεπτά και δεν απαιτεί νάρκωση. Γίνεται συνήθως τη δεύτερη ή τρίτη ημέρα μετά την ωοληψία, ενώ αν τα έμβρυα έχουν φθάσει στο στάδιο της βλαστοκύστης, η εμβρυομεταφορά γίνεται την 5η ή 6η ημέρα. Συνήθως μεταφέρονται δύο-τρία έμβρυα για να αποφευχθεί η αύξηση του ποσοστού πολυδύμων κυήσεων. Τα έμβρυα που περισσεύουν, αν είναι καλής ποιότητας, μπορούν να καταψυχθούν και να χρησιμοποιηθούν από το ζευγάρι σε μια μελλοντική προσπάθεια, η οποία, βέβαια, δεν θα περιλαμβάνει διέγερση ωοθηκών ούτε και ωοληψία. Μετά την εμβρυομεταφορά η γυναίκα παραμένει κλινήρης για 30 λεπτά και εν συνεχεία αποχωρεί από τη Μονάδα.
Δ. Αποτελέσματα - Ποσοστό επιτυχίας
Δώδεκα ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά γίνεται το τεστ κυήσεως της β-hCG στο αίμα. Αν το αποτέλεσμα είναι θετικό, ακολουθεί υπερηχογραφικός έλεγχος σε δύο εβδομάδες, για να επιβεβαιωθεί ότι όλα βαίνουν καλώς. Αναφερόμενοι πάντα στον μέσο όρο, θα λέγαμε ότι το ποσοστό κλινικής κύησης ανά εμβρυομεταφορά κυμαίνεται μεταξύ 30-40%, με τα καλύτερα αποτελέσματα σε γυναίκες κάτω των 35 ετών.
|